- προσπτύω
- προσπτύωspit uponpres subj act 1st sgπροσπτύωspit uponpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπτύω — Α 1. φτύνω προς κάποιον, ιδίως ως εκδήλωση περιφρόνησης και βδελυγμίας («προσπτύειν πρὸς τὸ πρόσωπον», Υπέρ.) 2. (μτβ.) α) αποβάλλω κάτι φτύνοντας («προσπτύειν ἰόν», Ιεροκλ.) β) (για θάλασσα) ρίχνω στην ακτή, ξεβράζω 3. μτφ. αποστρέφομαι,… … Dictionary of Greek
προσπτύσαι — προσπτύω spit upon aor inf act προσπτύσαῑ , προσπτύω spit upon aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτύσεις — προσπτύω spit upon aor subj act 2nd sg (epic) προσπτύω spit upon fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτύσεται — προσπτύω spit upon aor subj mid 3rd sg (epic) προσπτύω spit upon fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτύσομαι — προσπτύω spit upon aor subj mid 1st sg (epic) προσπτύω spit upon fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσπτυε — προσπτύω spit upon pres imperat act 2nd sg προσπτύω spit upon imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπτύσαμεν — προσπτύω spit upon aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτυσθέν — προσπτύω spit upon aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτύειν — προσπτύω spit upon pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπτύεσθαι — προσπτύω spit upon pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)